- ομόδυνος
- -η, -οτο ουδ. ως ουσ. το ομόδυνο(ραδιοηλ.) τύπος ραδιοφωνικού δέκτη ή δέκτη ασυρμάτου ο οποίος δεν χρησιμοποιεί ετερόδυνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homodyne < homo- (< ομ[ο]*) + dyne (< γαλλ. dyne < δύναμη)].
Dictionary of Greek. 2013.